υπερέκταση

υπερέκταση
η, Ν [υπερεκτείνω]
υπερβολικό τέντωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερέκταση — η η υπερβολική έκταση: Υπερέκταση των χεριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οπισθότονος — η, ο (Α ὀπισθότονος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οπισθότονος γενικευμένη σύσπαση τών μυών τού σώματος και κυρίως τών εκτεινόντων, κατά τη διάρκεια τής οποίας η κεφαλή και ο κορμός αναστρέφονται προς τα πίσω, ενώ τα άκρα είναι σε υπερέκταση, και …   Dictionary of Greek

  • προσωπικός — ή, ό / προσωπικός, ή, όν, ΝΜ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • σφυροδακτυλία — η, Ν ιατρ. διαμαρτία διάπλασης τού δεύτερου δακτύλου τού ποδιού, η οποία χαρακτηρίζεται από υπερέκταση τής πρώτης φάλαγγας και κάμψη τής δεύτερης προς την πρώτη φάλαγγα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”